φαλακρός

φαλακρός
φαλακρός, -ή, -ό και φαρακλός, -ή, -ό και καραφλός, -ή, -ό
1. αυτός που έχει φαλάκρα (βλ. λ.).
2. μτφ. (για εδαφικές εκτάσεις), άδεντρος, αποψιλωμένος, ο στερημένος από βλάστηση: Το ύψωμα είναι φαλακρό και οι στρατιώτες φαίνονται από τα αεροπλάνα.
3. (ζωολ.), γένος κολεόπτερων εντόμων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φαλακρός — baldheaded masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακρός — ή, ό / φαλακρός, ά, όν, ΝΜΑ, και φαρακλός Ν αυτός που έχει φαλάκρα (α. «τόσο νέος και είναι φαλακρός» β. «φαλακρὸς τὴν κεφαλήν, τὴν δ ὄψιν ἐρρυτιδωμένος», Λουκιαν.) νεοελλ. 1. (για βράχο ή όρος) άδενδρος, γυμνός («φαλακρή πλαγιά») 2. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • φαλακρά — φαλακρός baldheaded neut nom/voc/acc pl φαλακρά̱ , φαλακρός baldheaded fem nom/voc/acc dual φαλακρά̱ , φαλακρός baldheaded fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακρότερον — φαλακρός baldheaded adverbial comp φαλακρός baldheaded masc acc comp sg φαλακρός baldheaded neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακρόν — φαλακρός baldheaded masc acc sg φαλακρός baldheaded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακρότατα — φαλακρός baldheaded adverbial superl φαλακρός baldheaded neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακροῖς — φαλακρός baldheaded masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακροῖσι — φαλακρός baldheaded masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακροῖσιν — φαλακρός baldheaded masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακρούς — φαλακρός baldheaded masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”